ακατανοησία

ακατανοησία
η непонимание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακατανοησία" в других словарях:

  • ακατανοησία — η [ακατανόητος] το να μην μπορεί κάποιος να κατανοήσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακατανοησία — η η αδυναμία κατανόησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μπράντλεϊ, Φράνσις Χέρμπερτ — (Francis Herbert Bradley, Κλάπχαμ 1846 – Οξφόρδη 1924). Άγγλος νεοεγελιανός φιλόσοφος. Έζησε την εποχή που ο εμπειρισμός δεχόταν τις επιθέσεις των οπαδών του Καντ και του Χέγγελ, και στα πρώτα έργα του επέκρινε τον ωφελιμισμό του Μιλ και τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»